- ἐπέτρεψα
- ἐπιτρέπωto turn toaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτρέπω — επιτρέπω, επέτρεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιτρέπω — επίτρεψα και επέτρεψα, επιτράπηκα, επιτετραμμένος, μτβ. 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να κάνει κάτι, τον αφήνω ελεύθερο να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζω. 2. το παθ. στο γ εν. πρόσωπο όλων των χρόνων, δίνεται η άδεια για κάτι, είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)